αιθάλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιθάλη | οι | αιθάλες |
γενική | της | αιθάλης | των | αιθαλών |
αιτιατική | την | αιθάλη | τις | αιθάλες |
κλητική | αιθάλη | αιθάλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιθάλη < αρχαία ελληνική αἰθάλη < αἴθω + -άλη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιθάλη θηλυκό
- άνθρακας διαλυμένος στον αέρα, καπνιά