↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνιά οι καπνιές
      γενική της καπνιάς των καπνιών
    αιτιατική την καπνιά τις καπνιές
     κλητική καπνιά καπνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καπνιά < καπνός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπνιά θηλυκό

  1. μαύρη στάχτη που εναποτίθεται σε διάφορες επιφάνειες (τοίχους, καπνοδόχους), που παράγεται από την ατελή καύση των καύσιμων ουσιών
  2. φυτοπαθολογία: νόσος των φυτών γνωστή επιστημονικά ως άνθρακας αραβοσίτου άλλως ερυσίβη, δαυλίτης.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία