καπνοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπνοδόχος (αρσενικό) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁ καπνοδόχος
- καπνοδόχος (θηλυκό) < (ελληνιστική κοινή) καπνοδόχη < αρχαία ελληνική καπνοδόκη < καπνός (καπνο- + -δόχος ( < δέχομαι )
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.pnoˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πνο‐δό‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπνοδόχος θηλυκό (ή αρσενικό)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καπνοδοχοκαθαριστής
- → και δείτε τις λέξεις καπνός και δέχομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ καπνοδόχος | τὸ καπνοδόχον | οἱ, αἱ καπνοδόχοι | τὰ καπνοδόχα |
Γενική | τοῦ, τῆς καπνοδόχου | τοῦ καπνοδόχου | τῶν καπνοδόχων | τῶν καπνοδόχων |
Δοτική | τῷ, τῇ καπνοδόχῳ | τῷ καπνοδόχῳ | τοῖς, ταῖς καπνοδόχοις | τοῖς καπνοδόχοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν καπνοδόχον | τὸ καπνοδόχον | τοὺς, τὰς καπνοδόχους | τὰ καπνοδόχα |
Κλητική | καπνοδόχε | καπνοδόχον | καπνοδόχοι | καπνοδόχα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καπνοδόχω | |||
Γενική-Δοτική | καπνοδόχοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καπνοδόχος < αρχαία ελληνική καπν(ός) + -ο- + -δόχος (δέχομαι)
Επίθετο
επεξεργασίακαπνοδόχος, -ος, -ον
- ((ελληνιστική κοινή)) που απάγει ή εισάγει καπνό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καπνός
Πηγές
επεξεργασία- καπνοδόχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.