απαγωγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαγωγή | οι | απαγωγές |
γενική | της | απαγωγής | των | απαγωγών |
αιτιατική | την | απαγωγή | τις | απαγωγές |
κλητική | απαγωγή | απαγωγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απαγωγή < αρχαία ελληνική ἀπαγωγή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαγωγή θηλυκό
- η απομάκρυνση, η οδήγηση έξω από το χώρο
- η απαγωγή της επιπλέον θερμότητας στους πυρηνικούς αντιδραστήρες γίνεται με τη χρήση τρεχούμενου νερού
- χρειάζεται ειδική χοάνη για την απαγωγή των καυσαερίων
- (ειδικότερα), (κοινά), (νομικός όρος) η αρπαγή και αιχμαλωσία ενός προσώπου προκειμένου, συνήθως, να ζητηθούν λύτρα ή κάποιο άλλο αντάλλαγμα
- (γυμναστική) η απομάκρυνση των άκρων από τον κορμό
- (φιλοσοφία) μέθοδος συλλογισμού σύμφωνα με την οποία ξεκινάμε από τα γενικά και καταλήγουμε σε συμπεράσματα για τα μερικά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρπαγή και αιχμαλωσία
|