ενικός         πληθυντικός  
abduction abductions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abduction (en)

  • η απαγωγή
    1. η απομάκρυνση
      ⮡  the abduction of heat - η απαγωγή της θερμότητας
    2. η αρπαγή ατόμου
      ⮡  the abduction of a child - η απαγωγή ενός παιδιού
    3. η απαγωγή (στη γυμναστική)
      ⮡  abduction of limbs - απαγωγή των άκρων
    4. μέθοδος συλλογισμού κατά την οποία ξεκινάμε από μία προφανή πρόταση για να εξαγάγουμε ένα πιθανό (όχι όμως βέβαιο) συμπέρασμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη abduct



      ενικός         πληθυντικός  
abduction abductions

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ab.dyk.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abduction (fr) θηλυκό