Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η απαγωγέας οι απαγωγείς
      γενική του
του/της
απαγωγέα
απαγωγέως
των απαγωγέων
    αιτιατική τον/την απαγωγέα τους/τις απαγωγείς
     κλητική απαγωγέα απαγωγείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαγωγέας < αρχαία ελληνική ἀπαγωγεύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pa.ɣoˈʝe.as/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απαγωγέας αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία