Δείτε επίσης: απαγωγή

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπαγωγή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπαγωγή, -ῆς θηλυκό

  1. η διά της βίας αρπαγή, απαγωγή
  2. απομάκρυνση ενός ατόμου
  3. αιχμαλώτιση
  4. (για στρατεύματα) αποχώρηση, απόσυρση
  5. πληρωμή φόρου
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 6.2
    οὗτος ὁ Κροῖσος βαρβάρων πρῶτος τῶν ἡμεῖς ἴδμεν τοὺς μὲν κατεστρέψατο Ἑλλήνων ἐς φόρου ἀπαγωγήν, τοὺς δὲ φίλους προσεποιήσατο.
    Αυτός ο Κροίσος πρώτος, όσο ξέρουμε, από τους βαρβάρους, άλλους από τους Έλληνες τους έκανε φόρου υποτελείς και άλλους τούς κέρδισε με το μέρος του ως φίλους.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  6. διαχωρισμός ψυχής από το σώμα
    ※  3ος κε αιώνας Πλωτίνος, Εννεάδες, 4.4.19 @scaife.perseus
    τὸ λεγόμενον ἡδονήν τε εἶναι καὶ ἀλγηδόνα, εἶναι μὲν ἀλγηδόνα γνῶσιν ἀπαγωγῆς σώματος ἰνδάλματος ψυχῆς στερισκομένου, ἡδονὴν δὲ γνῶσιν ζῴου ἰνδάλματος ψυχῆς ἐν σώματι ἐναρμοζομένου πάλιν αὖ.
  7. (δικαστικός όρος στην Αττική) η επ' αυτοφόρω σύλληψη ενός ατόμου και η προσαγωγή του ενώπιον των αρμόδιων υπαλλήλων
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Τιμοκράτους, 113 @scaife.perseus
    ἀλλʼ ὅπως ἢ μὴ ἀδικήσουσιν ἢ δώσουσι δίκην ἀξίαν, καὶ νόμον εἰσήνεγκεν, εἰ μέν τις μεθʼ ἡμέραν ὑπὲρ πεντήκοντα δραχμὰς κλέπτοι, ἀπαγωγὴν πρὸς τοὺς ἕνδεκʼ εἶναι, εἰ δέ τις νύκτωρ ὁτιοῦν κλέπτοι, τοῦτον ἐξεῖναι καὶ ἀποκτεῖναι καὶ τρῶσαι διώκοντα καὶ ἀπαγαγεῖν τοῖς ἕνδεκα, εἰ βούλοιτο.
  8. (στη Λογική) μετατόπιση της βάσης ενός επιχειρήματος

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία