↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσαγωγή οι προσαγωγές
      γενική της προσαγωγής των προσαγωγών
    αιτιατική την προσαγωγή τις προσαγωγές
     κλητική προσαγωγή προσαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσαγωγή < αρχαία ελληνική προσαγωγή[1] [2] < προσάγω < πρός + ἄγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσαγωγή θηλυκό

  1. η ενέργεια των αστυνομικών οργάνων με την οποία κάποιος ύποπτος οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα, για να ανακριθεί, ή ένας μάρτυρας που δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο οδηγείται με τη βία στο δικαστήριο, για να καταθέσει
    ⮡  μετά τη βομβιστική ενέργεια έγιναν δεκάδες προσαγωγές υπόπτων στην Ασφάλεια
    ⮡  το δικαστήριο αποφασίζει τη βίαιη προσαγωγή του μάρτυρα
  2. (αθλητισμός) η κίνηση ενός μέλους του σώματος από την περιφέρεια προς τα μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος, αυτή που επιτελείται από τους προσαγωγούς μύες
     αντώνυμα: απαγωγή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προσαγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προσαγωγήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)