προσαγωγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροσαγωγή θηλυκό
- η ενέργεια των αστυνομικών οργάνων με την οποία κάποιος ύποπτος οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα, για να ανακριθεί, ή ένας μάρτυρας που δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο οδηγείται με τη βία στο δικαστήριο, για να καταθέσει
- ⮡ μετά τη βομβιστική ενέργεια έγιναν δεκάδες προσαγωγές υπόπτων στην Ασφάλεια
- ⮡ το δικαστήριο αποφασίζει τη βίαιη προσαγωγή του μάρτυρα
- (αθλητισμός) η κίνηση ενός μέλους του σώματος από την περιφέρεια προς τα μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος, αυτή που επιτελείται από τους προσαγωγούς μύες
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προσαγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προσαγωγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)