Ουσιαστικό

επεξεργασία

adduction (en)

  1. η προσκόμιση ή παρουσίαση ενός παραδείγματος, επιχειρήματος, στοιχείου
    the adduction of new evidence is bound to have a significant effect on the course of the trial
  2. η προσαγωγή (η κίνηση των προσαγωγών, η κίνηση ενός μέλους από την περιφέρεια προς μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος)
    females demonstrate significantly greater hip adduction angles



      ενικός         πληθυντικός  
adduction adductions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adduction (fr) θηλυκό

  1. η μεταφορά
  2. η προσαγωγή (η κίνηση των προσαγωγών, η κίνηση ενός μέλους από την περιφέρεια προς μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος)