adduction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαadduction (en)
- η προσκόμιση ή παρουσίαση ενός παραδείγματος, επιχειρήματος, στοιχείου
- the adduction of new evidence is bound to have a significant effect on the course of the trial
- η προσαγωγή (η κίνηση των προσαγωγών, η κίνηση ενός μέλους από την περιφέρεια προς μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος)
- females demonstrate significantly greater hip adduction angles
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
adduction | adductions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαadduction (fr) θηλυκό