deduction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
deduction | deductions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdeduction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, λογική) η παρακράτηση, η κράτηση, η διαδικασία του να παρακρατώ ένα πόσο από κάτι, ειδικά χρημάτων, από το σύνολο· η κράτηση, το ποσό που παρακρατείται
- ⮡ tax deduction - παρακράτηση φόρου
- ⮡ It will cost you a thousand euros plus deductions.
- Θα σου στοιχίσει χίλια ευρώ συν τις κρατήσεις.
- ⮡ The salary is subject to a 5% deduction.
- Ο μισθός υπόκειται σε κρατήσεις 5%.