εισδοχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εισδοχή | οι | εισδοχές |
γενική | της | εισδοχής | των | εισδοχών |
αιτιατική | την | εισδοχή | τις | εισδοχές |
κλητική | εισδοχή | εισδοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εισδοχή < αρχαία ελληνική εἰσδοχή < εἰς + δέχομαι
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεισδοχή θηλυκό