Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cheminée cheminées

cheminée (fr) θηλυκό

  1. η καμινάδα, το φουγάρο, ο καπνοδόχος
  2. το τζάκι