καπνοδοχοκαθαριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπνοδοχοκαθαριστής < καπνοδόχ(ος) + -ο- + καθαριστής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chimney sweep
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαπνοδοχοκαθαριστής αρσενικό
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που καθαρίζει καπνοδόχους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καπνοδόχος και καθαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπνοδοχοκαθαριστής
|