Ετυμολογία

επεξεργασία
ramoneur < ramoner

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁa.mɔ.nœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ramoneur ramoneurs

ramoneur (fr) αρσενικό

  1. αυτός που έχει σαν επάγγελμα να καθαρίζει καπνοδόχους από τη στάχτη
  2. (τεχνολογία) μηχάνημα που χρησιμεύει στον καθαρισμό των σωλήνων θερμαστρών

Συγγενικά

επεξεργασία