↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμάστρα οι θερμάστρες
      γενική της θερμάστρας των θερμαστρών
    αιτιατική τη θερμάστρα τις θερμάστρες
     κλητική θερμάστρα θερμάστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια θερμάστρα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμάστρα < (ελληνιστική κοινήθερμάστρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θερμάστρα θηλυκό

  1. η συσκευή που ακτινοβολεί θερμότητα και χρησιμοποιείται στη θέρμανση ενός χώρου
     συνώνυμα: σόμπα
    ηλεκτρική θερμάστρα
    θερμάστρα υγραερίου
  2. (ιδιωματικό) η λεκάνη εξάτμισης όπου με την ηλιακή ακτινοβολία συμπυκνώνεται το αλάτι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?

  Ετυμολογία

επεξεργασία

θερμάστρα < θερμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θερμάστρα θηλυκό

  1. φούρνος
  2. κλίβανος, καμίνι