θερμάστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- θερμάστρα < (ελληνιστική κοινή)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θερμάστρα θηλυκό
- η συσκευή που ακτινοβολεί θερμότητα και χρησιμοποιείται στη θέρμανση ενός χώρου
- (ιδιωματικό) η λεκάνη εξάτμισης όπου με την ηλιακή ακτινοβολία συμπυκνώνεται το αλάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θερμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Ετυμολογία
επεξεργασία
θερμάστρα < θερμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- θερμάστρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.