Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pwal/
 

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
poêle < poile < λατινική poele pesilis ή pensilis, κρεμασμένος


  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poêle poêles

poêle (fr) αρσενικό

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
poêle < paele < λατινική patella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poêle poêles

poêle (fr) θηλυκό