poêle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- poêle < poile < λατινική poele pesilis ή pensilis, κρεμασμένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
poêle | poêles |
poêle (fr) αρσενικό
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
poêle | poêles |
poêle (fr) θηλυκό
- το τηγάνι