φούρνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φούρνος | οι | φούρνοι |
γενική | του | φούρνου | των | φούρνων |
αιτιατική | τον | φούρνο | τους | φούρνους |
κλητική | φούρνε | φούρνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φούρνος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοῦρνος < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰer- (θερμός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfuɾ.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φούρ‐νος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φούρνος αρσενικό
- η κατασκευή ή συσκευή που περιλαμβάνει ένα χώρο, μέσα στον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες για το ψήσιμο κεραμικών ή ψωμιού, φαγητού κ.λπ
- (μεταφορικά) ο χώρος με πολύ υψηλή θερμοκρασία, καμίνι
- το αρτοποιείο, το κατάστημα που όχι μόνον πουλάει αλλά και παρασκευάζει ψωμί ή ψήνει και φαγητά
- ↪ Πηγαίναμε το γιουβέτσι στο φούρνο της γειτονιάς και το παίρναμε ξεροψημένο, πεντανόστιμο καθώς γυρίζαμε από το μπάνιο.
- → δείτε και τον όρο πρατήριο άρτου που εμπορεύεται ψωμί ή γλυκίσματα χωρίς να τα παρασκευάζει
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε (ή κάποιος φούρνος θα γκρέμισε):
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φούρνος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασκευή ή συσκευή για ψήσιμο
κατάστημα
Πηγές επεξεργασία
- φούρνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φούρνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)