αξεφούρνιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξεφούρνιστος < α- + φεξουρνίζ(ω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααξεφούρνιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν τον έχουν ξεφουρνίσει, δεν τον έχουν βγάλει από το φούρνο
- (μεταφορικά) που δεν έχει ειπωθεί ή αποκαλυφθεί ξαφνικά (και ενδεχομένως άκαιρα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φούρνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξεφούρνιστος
|