ταψί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταψί | τα | ταψιά |
γενική | του | ταψιού | των | ταψιών |
αιτιατική | το | ταψί | τα | ταψιά |
κλητική | ταψί | ταψιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταψί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταψί < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική تپسی (tepsi, δίσκος)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταψί ουδέτερο
- σκεύος για μαγείρεμα στο φούρνο, συχνά μεταλλικό ή γυάλινο
- ※ Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταψί
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ταψί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)