Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plat plats

plat (fr) αρσενικό

  1. το πιάτο
  2. η πιατέλα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία