Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plat plats

plat (fr) αρσενικό

  1. το πιάτο
  2. η πιατέλα

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό plat plats
θηλυκό plate plates

plat (fr)

  1. επίπεδος, λείος
  2. ομαλός



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plat (ca)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plat (sk)