Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεμουλιάζω < τρεμούλα + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾe.muˈʎa.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

τρεμουλιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία