τρέμω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρέμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω) < *ter- (αδύναμος, τρυφερός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾe.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρέ‐μω
Ρήμα
επεξεργασίατρέμω, πρτ.: έτρεμα, σε ενεστώτα και παρατατικό ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- εμφανίζω ακούσιες κινήσεις σε διάφορα μέρη του σώματός μου, που οφείλονται σε φυσικά ή παθολογικά αίτια
- ※ Όταν το χέρι τρέμει έντονα και ανεξέλεγκτα όταν το τεντώνουμε για να πιάσουμε κάτι, μπορεί να αποτελεί ένδειξη αταξίας - μίας διαταραχής που μερικές φορές σχετίζεται με την σκλήρυνση κατά πλάκας (πολλαπλή σκλήρυνση). Άλλα συμπτώματα αταξίας είναι η «μπερδεμένη» ομιλία και η αστάθεια στη βάδιση. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- κινούμαι παλινδρομικά με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση
- ※ Οι κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν ότι η γη τρέμει κάτω από τα πόδια τους, καθώς καθημερινά εκδηλώνονται μικροσεισμοί. (enet.gr)
- (για φως ή λάμψη) τρεμοσβήνω
- (για φωνή) εμφανίζω ακούσιες διακυμάνσεις ή διακοπές
- (μεταφορικά) φοβάμαι (και -ενδεχομένως- αγωνιώ)
- ※ Μέσα μου έτρεμα μα δεν τους έκανα το χατίρι να δείξω πανικό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- τρεμάμενος
- τρεμοπαίζω
- τρεμοσβήνω
- τρεμόσβηστος
- τρεμοφέγγισμα
- τρεμοφέγγω
- → δείτε τις λέξεις τρεμούλα και τρόμος
Εκφράσεις
επεξεργασία- τρέμω σαν το ψάρι → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρέμω
για φως ή λάμψη
→ δείτε τη λέξη τρεμοσβήνω |
φοβάμαι
→ δείτε τη λέξη φοβάμαι |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρέμω < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω) < *ter- (αδύναμος, τρυφερός)
Ρήμα
επεξεργασίατρέμω
Πηγές
επεξεργασία- τρέμω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρέμω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.