Ετυμολογία

επεξεργασία

τρέμω, πρτ.: έτρεμα, σε ενεστώτα και παρατατικό ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. εμφανίζω ακούσιες κινήσεις σε διάφορα μέρη του σώματός μου, που οφείλονται σε φυσικά ή παθολογικά αίτια
      Όταν το χέρι τρέμει έντονα και ανεξέλεγκτα όταν το τεντώνουμε για να πιάσουμε κάτι, μπορεί να αποτελεί ένδειξη αταξίας - μίας διαταραχής που μερικές φορές σχετίζεται με την σκλήρυνση κατά πλάκας (πολλαπλή σκλήρυνση). Άλλα συμπτώματα αταξίας είναι η «μπερδεμένη» ομιλία και η αστάθεια στη βάδιση. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  2. κινούμαι παλινδρομικά με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση
      Οι κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν ότι η γη τρέμει κάτω από τα πόδια τους, καθώς καθημερινά εκδηλώνονται μικροσεισμοί. (enet.gr)
  3. (για φως ή λάμψη) τρεμοσβήνω
  4. (για φωνή) εμφανίζω ακούσιες διακυμάνσεις ή διακοπές
  5. (μεταφορικά) φοβάμαι (και -ενδεχομένως- αγωνιώ)
      Μέσα μου έτρεμα μα δεν τους έκανα το χατίρι να δείξω πανικό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία