παλινδρομικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
παλινδρομικά < παλινδρομικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
παλινδρομικά
- κατά τρόπο παλινδρομικό
- το έμβολο κινείται παλινδρομικά
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλινδρομικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
παλινδρομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παλινδρομικό