παλινδρομικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παλινδρομικώς < παλινδρομικός + -ώς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.lin.ðɾo.miˈkos/
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
παλινδρομικώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παλινδρομικώς
|