παλινδρομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλινδρομικός < (ελληνιστική κοινή) παλινδρομικός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική retrogressive)
Επίθετο
επεξεργασίαπαλινδρομικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε κίνηση που εκτελείται στην ίδια διεύθυνση αλλά διαδοχικά σε δύο αντίθετες φορές, μπρος πίσω ή δεξιά αριστερά
- η παλινδρομική κίνηση του πριονιού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλινδρομικός