παλινδρόμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλινδρόμηση | οι | παλινδρομήσεις |
γενική | της | παλινδρόμησης* | των | παλινδρομήσεων |
αιτιατική | την | παλινδρόμηση | τις | παλινδρομήσεις |
κλητική | παλινδρόμηση | παλινδρομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παλινδρομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παλινδρόμηση < μεσαιωνική ελληνική παλινδρόμησις < ελληνιστική κοινή παλινδρομέω· ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική recul[1] [2] ιατρική: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική reflux[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παλινδρόμηση θηλυκό
- η κίνηση που γίνεται εναλλακτικά προς μία κατεύθυνση και προς την αντίθετή της
- (μεταφορικά) η επιστροφή σε προηγούμενες απόψεις και θέσεις
- (ιατρική) η κίνηση κάποιας υγρής μάζας σε αντίθετη ή ασυνήθιστη κατεύθυνση
- → δείτε και τον όρο γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ παλινδρόμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 παλινδρόμηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)