πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλινδρόμηση οι παλινδρομήσεις
      γενική της παλινδρόμησης* των παλινδρομήσεων
    αιτιατική την παλινδρόμηση τις παλινδρομήσεις
     κλητική παλινδρόμηση παλινδρομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παλινδρομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλινδρόμηση θηλυκό

  1. η κίνηση που γίνεται εναλλακτικά προς μία κατεύθυνση και προς την αντίθετή της
  2. (μεταφορικά) η επιστροφή σε προηγούμενες απόψεις και θέσεις
  3. (ιατρική) η κίνηση κάποιας υγρής μάζας σε αντίθετη ή ασυνήθιστη κατεύθυνση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. παλινδρόμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 παλινδρόμηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)