παλίνδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλίνδρομος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλίνδρομος (που τρέχει ξανά πίσω) < (αρχαία ελληνική πάλιν) παλίν- + δρόμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈlin.ðɾo.mos/
Επίθετο
επεξεργασίαπαλίνδρομος, -η, -ο
- συνώνυμο του παλινδρομικός: που κινείται και προς τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις
- (μεταφορικά) ευμετάβλητος, ασταθής
- (παρωχημένο) που επιστρέφει, που κινείται προς τα πίσω
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- παλίνδρομη κύηση
Συγγενικά
επεξεργασία- παλινδρόμηση
- παλινδρομία
- παλινδρομικά
- παλινδρομικός
- παλινδρομικώς
- παλινδρομώ
- → δείτε τις λέξεις πάλι και δρόμος
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλίνδρομος
|
Πηγές
επεξεργασία- «παλινδρομικός (& παλίνδρομος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλίνδρομος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πάλιν (παλίν-) + δρόμ(ος) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαπαλίνδρομος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που γυρίζει πάλι πίσω, που επιστρέφει
- που επαναλαμβάνεται
- (μεταφορικά) αβέβαιος
Πηγές
επεξεργασία- παλίνδρομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παλίνδρομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.