παλινδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλινδρομώ < αρχαία ελληνική παλινδρομέω / παλινδρομῶ
Ρήμα
επεξεργασίαπαλινδρομώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παλίνδρομος, πάλι και δρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλινδρομώ