regurgitate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | regurgitate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | regurgitates |
αόριστος | regurgitated |
παθητική μετοχή | regurgitated |
ενεργητική μετοχή | regurgitating |
Ετυμολογία επεξεργασία
- regurgitate < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
regurgitate (en)
- (μεταβατικό) εμώ, κάνω εμετό