Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμώ
<
αρχαία ελληνική
ἐμῶ
Ρήμα
επεξεργασία
εμώ
(
λόγιο
)
κάνω
εμετό
Συνώνυμα
επεξεργασία
εξεμώ
(
λαϊκότροπο
)
ξερνώ
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
εμετός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμώ
αγγλικά
:
regurgitate
(en)
γαλλικά
:
rendre
(fr)
,
vomir
(fr)