εξεμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξεμώ < αρχαία ελληνική ἐξεμέω / ἐξεμῶ < ἐμέω / ἐμῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kseˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξε‐μώ
Ρήμα
επεξεργασίαεξεμώ
Κλίση
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξεμώ
|