ξερνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξερνώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξερνῶ < αρχαία ελληνική ἐξερῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseɾˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξερ‐νώ
Ρήμα
επεξεργασίαξερνώ
- σπανιότερη μορφή του ξερνάω
Κλίση
επεξεργασία→ δείτε την κλίση στο ξερνάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάνω εμετό
|