Ετυμολογία

επεξεργασία
ξερνάω < ξερν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξερνῶ < αρχαία ελληνική ἐξερῶ[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kseɾˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξερ‐νά‐ω

ξερνάω/ξερνώ, πρτ.: ξερνούσα/ξέρναγα, αόρ.: ξέρασα, παθ.φωνή: ξερνιέμαι, π.αόρ.: ξεράστηκα, μτχ.π.π.: ξερασμένος

  1. (οικείο) κάνω εμετό
  2. (σε σχήμα υπερβολής) νιώθω αηδία ή έντονη ενόχληση από ένα γεγονός ή τη συμπεριφορά κάποιου
    ⮡  είναι τέτοια η υποκρισία αυτού του ανθρώπου που μου 'ρχεται να ξεράσω
  3. (μεταφορικά) βγάζω, εκτινάσσω, ξεβράζω
    ⮡  το ηφαίστειο ξερνούσε φωτιά και πυρωμένα χαλίκια
    ⮡  τα καριοφίλια ξερνούσαν φωτιά και μολύβι
    ⮡  για μέρες μετά το ναυάγιο η θάλασσα ξερνούσε πτώματα
  4. (λαϊκότροπο) ομολογώ όσα δεν πρέπει να πω
    1. σε συζήτηση
    2. σε μια ανάκριση, δίνω ενοχοποιητικά στοιχεία για τον εαυτό μου και για άλλους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία