ξερνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξερνάω < ξερν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξερνῶ < αρχαία ελληνική ἐξερῶ[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξερ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαξερνάω/ξερνώ, πρτ.: ξερνούσα/ξέρναγα, αόρ.: ξέρασα, παθ.φωνή: ξερνιέμαι, π.αόρ.: ξεράστηκα, μτχ.π.π.: ξερασμένος
- (οικείο) κάνω εμετό
- (σε σχήμα υπερβολής) νιώθω αηδία ή έντονη ενόχληση από ένα γεγονός ή τη συμπεριφορά κάποιου
- ⮡ είναι τέτοια η υποκρισία αυτού του ανθρώπου που μου 'ρχεται να ξεράσω
- (μεταφορικά) βγάζω, εκτινάσσω, ξεβράζω
- ⮡ το ηφαίστειο ξερνούσε φωτιά και πυρωμένα χαλίκια
- ⮡ τα καριοφίλια ξερνούσαν φωτιά και μολύβι
- ⮡ για μέρες μετά το ναυάγιο η θάλασσα ξερνούσε πτώματα
- (λαϊκότροπο) ομολογώ όσα δεν πρέπει να πω
- σε συζήτηση
- σε μια ανάκριση, δίνω ενοχοποιητικά στοιχεία για τον εαυτό μου και για άλλους
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξερνάω - ξερνώ | ξερνούσα - ξέρναγα | θα ξερνάω - ξερνώ | να ξερνάω - ξερνώ | ξερνώντας | |
β' ενικ. | ξερνάς | ξερνούσες - ξέρναγες | θα ξερνάς | να ξερνάς | ξέρνα - ξέρναγε | |
γ' ενικ. | ξερνάει - ξερνά | ξερνούσε - ξέρναγε | θα ξερνάει - ξερνά | να ξερνάει - ξερνά | ||
α' πληθ. | ξερνάμε - ξερνούμε | ξερνούσαμε - ξερνάγαμε | θα ξερνάμε - ξερνούμε | να ξερνάμε - ξερνούμε | ||
β' πληθ. | ξερνάτε | ξερνούσατε - ξερνάγατε | θα ξερνάτε | να ξερνάτε | ξερνάτε | |
γ' πληθ. | ξερνάν(ε) - ξερνούν(ε) | ξερνούσαν(ε) - ξέρναγαν - ξερνάγανε | θα ξερνάν(ε) - ξερνούν(ε) | να ξερνάν(ε) - ξερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέρασα | θα ξεράσω | να ξεράσω | ξεράσει | ||
β' ενικ. | ξέρασες | θα ξεράσεις | να ξεράσεις | ξέρνα - ξέρασε | ||
γ' ενικ. | ξέρασε | θα ξεράσει | να ξεράσει | |||
α' πληθ. | ξεράσαμε | θα ξεράσουμε | να ξεράσουμε | |||
β' πληθ. | ξεράσατε | θα ξεράσετε | να ξεράσετε | ξεράστε | ||
γ' πληθ. | ξέρασαν ξεράσαν(ε) |
θα ξεράσουν(ε) | να ξεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεράσει | είχα ξεράσει | θα έχω ξεράσει | να έχω ξεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεράσει | είχες ξεράσει | θα έχεις ξεράσει | να έχεις ξεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεράσει | είχε ξεράσει | θα έχει ξεράσει | να έχει ξεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεράσει | είχαμε ξεράσει | θα έχουμε ξεράσει | να έχουμε ξεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεράσει | είχατε ξεράσει | θα έχετε ξεράσει | να έχετε ξεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεράσει | είχαν ξεράσει | θα έχουν ξεράσει | να έχουν ξεράσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξερνιέμαι | ξερνιόμουν(α) | θα ξερνιέμαι | να ξερνιέμαι | ||
β' ενικ. | ξερνιέσαι | ξερνιόσουν(α) | θα ξερνιέσαι | να ξερνιέσαι | ||
γ' ενικ. | ξερνιέται | ξερνιόταν(ε) | θα ξερνιέται | να ξερνιέται | ||
α' πληθ. | ξερνιόμαστε | ξερνιόμαστε ξερνιόμασταν |
θα ξερνιόμαστε | να ξερνιόμαστε | ||
β' πληθ. | ξερνιέστε | ξερνιόσαστε ξερνιόσασταν |
θα ξερνιέστε | να ξερνιέστε | ξερνιέστε | |
γ' πληθ. | ξερνιούνται | ξερνιόνταν(ε) ξερνιούνταν ξερνιόντουσαν |
θα ξερνιούνται | να ξερνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξερνάστηκα | θα ξερναστώ | να ξερναστώ | ξερναστεί | ||
β' ενικ. | ξερνάστηκες | θα ξερναστείς | να ξερναστείς | ξερνάσου | ||
γ' ενικ. | ξερνάστηκε | θα ξερναστεί | να ξερναστεί | |||
α' πληθ. | ξερναστήκαμε | θα ξερναστούμε | να ξερναστούμε | |||
β' πληθ. | ξερναστήκατε | θα ξερναστείτε | να ξερναστείτε | ξερναστείτε | ||
γ' πληθ. | ξερνάστηκαν ξερναστήκαν(ε) |
θα ξερναστούν(ε) | να ξερναστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξερναστεί | είχα ξερναστεί | θα έχω ξερναστεί | να έχω ξερναστεί | ξερνασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξερναστεί | είχες ξερναστεί | θα έχεις ξερναστεί | να έχεις ξερναστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξερναστεί | είχε ξερναστεί | θα έχει ξερναστεί | να έχει ξερναστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξερναστεί | είχαμε ξερναστεί | θα έχουμε ξερναστεί | να έχουμε ξερναστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξερναστεί | είχατε ξερναστεί | θα έχετε ξερναστεί | να έχετε ξερναστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξερναστεί | είχαν ξερναστεί | θα έχουν ξερναστεί | να έχουν ξερναστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξερνασμένος - είμαστε, είστε, είναι ξερνασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξερνασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξερνασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξερνασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξερνασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξερνασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξερνασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ξερνώ, ξερνάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
χωρίς παθητικούς τύπους