↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξερασμένος η ξερασμένη το ξερασμένο
      γενική του ξερασμένου της ξερασμένης του ξερασμένου
    αιτιατική τον ξερασμένο την ξερασμένη το ξερασμένο
     κλητική ξερασμένε ξερασμένη ξερασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξερασμένοι οι ξερασμένες τα ξερασμένα
      γενική των ξερασμένων των ξερασμένων των ξερασμένων
    αιτιατική τους ξερασμένους τις ξερασμένες τα ξερασμένα
     κλητική ξερασμένοι ξερασμένες ξερασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξερασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξερνάω και ξερνώ

ξερασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία