ενεστώτας throw up
γ΄ ενικό ενεστώτα throws up
αόριστος threw up
παθητική μετοχή thrown up
ενεργητική μετοχή throwing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
throw up < → δείτε τις λέξεις throw και up

throw up (en)

  • (ανεπίσημο) ξερνώ
    ⮡  I think I am going to throw up.
    Μου φαίνεται θα ξεράσω.
    ⮡  He threw up all he had eaten.
    Ξέρασε ό,τι είχε φάει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη vomit