ξεβράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεβράζω < εκβράζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεβράζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεβράζω | ξέβραζα | θα ξεβράζω | να ξεβράζω | ξεβράζοντας | |
β' ενικ. | ξεβράζεις | ξέβραζες | θα ξεβράζεις | να ξεβράζεις | ξέβραζε | |
γ' ενικ. | ξεβράζει | ξέβραζε | θα ξεβράζει | να ξεβράζει | ||
α' πληθ. | ξεβράζουμε | ξεβράζαμε | θα ξεβράζουμε | να ξεβράζουμε | ||
β' πληθ. | ξεβράζετε | ξεβράζατε | θα ξεβράζετε | να ξεβράζετε | ξεβράζετε | |
γ' πληθ. | ξεβράζουν(ε) | ξέβραζαν ξεβράζαν(ε) |
θα ξεβράζουν(ε) | να ξεβράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέβρασα | θα ξεβράσω | να ξεβράσω | ξεβράσει | ||
β' ενικ. | ξέβρασες | θα ξεβράσεις | να ξεβράσεις | ξέβρασε | ||
γ' ενικ. | ξέβρασε | θα ξεβράσει | να ξεβράσει | |||
α' πληθ. | ξεβράσαμε | θα ξεβράσουμε | να ξεβράσουμε | |||
β' πληθ. | ξεβράσατε | θα ξεβράσετε | να ξεβράσετε | ξεβράστε | ||
γ' πληθ. | ξέβρασαν ξεβράσαν(ε) |
θα ξεβράσουν(ε) | να ξεβράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεβράσει | είχα ξεβράσει | θα έχω ξεβράσει | να έχω ξεβράσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεβράσει | είχες ξεβράσει | θα έχεις ξεβράσει | να έχεις ξεβράσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεβράσει | είχε ξεβράσει | θα έχει ξεβράσει | να έχει ξεβράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεβράσει | είχαμε ξεβράσει | θα έχουμε ξεβράσει | να έχουμε ξεβράσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεβράσει | είχατε ξεβράσει | θα έχετε ξεβράσει | να έχετε ξεβράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεβράσει | είχαν ξεβράσει | θα έχουν ξεβράσει | να έχουν ξεβράσει |
|