Δείτε επίσης: ἐκβράζω, εκβραχίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκβράζω < αρχαία ελληνική ἐκβράζω < ἐκ + βράζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκβράζω (παθητική φωνή: εκβράζομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία