παλινδρομήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαλινδρομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παλινδρομώ
- θα παλινδρομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παλινδρομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαλινδρομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παλινδρόμηση