Ετυμολογία

επεξεργασία
palindromic < palindrome < αρχαία ελληνική παλίνδρομος

  Επίθετο

επεξεργασία

palindromic (en)

  • καρκινικός, για λέξη ή φράση που μπορεί να διαβαστεί και με αντίστροφη φορά
madam, that's a palindromic word