Ετυμολογία 1

επεξεργασία
αριστερά < αριστερ(ός) +

Επίρρημα

επεξεργασία

αριστερά (τοπικό επίρρημα)

  • σε αριστερή θέση ως προς τον παρατηρητή
      πήγαινε ίσια και μετά στρίψε αριστερά

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αριστερά θηλυκό, μόνο στον ενικό και Αριστερά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία