αριστερά
(Ανακατεύθυνση από Αριστερά)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾi.steˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρι‐στε‐ρά
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- αριστερά < αριστερ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
αριστερά (τοπικό επίρρημα)
- σε αριστερή θέση ως προς τον παρατηρητή
- ↪ πήγαινε ίσια και μετά στρίψε αριστερά
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριστερά
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αριστερά | ||
γενική | της | αριστεράς | ||
αιτιατική | την | αριστερά | ||
κλητική | αριστερά | |||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- αριστερά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αριστερά θηλυκό, μόνο στον ενικό και Αριστερά
- (πολιτική) το σύνολο των ομάδων, ατόμων ή κομμάτων που, θεωρητικά, έχουν πολιτικές πεποιθήσεις οι οποίες προσβλέπουν στη μεταρρύθμιση της κοινωνίας προς μία κατεύθυνση η οποία να μειώνει τις αντιθέσεις και να μην θεωρεί την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων σαν αυταπόδεικτη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αριστερά
- (λόγιο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αριστερός λόγια μορφή του αριστερή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αριστερό, ουδέτερο του αριστερός