Δείτε επίσης: προβλέπω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσβλέπω < αρχαία ελληνική προσβλέπω < πρός + βλέπω

προσβλέπω (συντάσσεται με εμπρόθετο προσδιορισμό: σε + αιτιατική)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία