Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεμοφέγγω < τρέμω + -ο- + φέγγω

  Ρήμα επεξεργασία

τρεμοφέγγω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία