Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρεμοφέγγω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρεμοφέγγω
<
τρέμω
+
-ο-
+
φέγγω
Ρήμα
επεξεργασία
τρεμοφέγγω
φέγγω
και η
λάμψη
μου κάπως
τρέμει
Συγγενικά
επεξεργασία
τρεμοφέγγισμα
→
δείτε
τις λέξεις
τρέμω
και
φέγγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρεμοφέγγω
αγγλικά
:
flicker
(en)
·
περίφραση
: shine unsteadily
γαλλικά
:
vaciller
(fr)
,
papilloter
(fr)
γερμανικά
:
flackern
(de)
,
flimmern
(de)
δανικά
:
flimre
(da)
σουηδικά
:
flimra
(sv)