flicker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
flicker | flickers |
flicker (en)
- τρεμόπαιγμα, αναλαμπή, σύντομη κίνηση
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | flicker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flickers |
αόριστος | flickered |
παθητική μετοχή | flickered |
ενεργητική μετοχή | flickering |
flicker (en)
- τρεμοπαίζω, τρεμοσβήνω, τρέμω
- ⮡ The candle flickered in her hand.
- Το κερί τρεμοσβήνε στο χέρι της.
- ⮡ A faint light flickered far away.
- Μακριά έτρεμε ένα αδύνατο φως.
- ⮡ The candle flickered in her hand.