τρεμοσβήνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
τρεμοσβήνω
- για φως ή λάμψη που μειώνεται και αυξάνει για λίγο, περιοδικά, η έντασή τους
- (μεταφορικά) χειροτερεύω ή παρακμάζω με μικρά ενδιάμεσα διαστήματα καλυτέρευσης ή ακμής