Ετυμολογία

επεξεργασία
τρεμοσβήνω < τρέμω + -ο- + σβήνω

τρεμοσβήνω

  1. για φως ή λάμψη που μειώνεται και αυξάνει για λίγο, περιοδικά, η έντασή τους
  2. (μεταφορικά) χειροτερεύω ή παρακμάζω με μικρά ενδιάμεσα διαστήματα καλυτέρευσης ή ακμής

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία