καλυτέρευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλυτέρευση | οι | καλυτερεύσεις |
γενική | της | καλυτέρευσης* | των | καλυτερεύσεων |
αιτιατική | την | καλυτέρευση | τις | καλυτερεύσεις |
κλητική | καλυτέρευση | καλυτερεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καλυτερεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλυτέρευση < καλυτερεύω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλυτέρευση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του καλυτερεύω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλυτέρευση