Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
quiver quivers

quiver (en)

  1. η τρεμούλα, το τρεμούλιασμα, το ρίγος· έντονη συγκίνηση που έχει επίδραση στο σώμα μου· ελαφριά κίνηση σε μέρος του σώματός μου
      with a quiver in his voice - με μια τρεμούλα/με ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του
      quivers of excitement - ρίγη ενθουσιασμού
  2. (οπλισμός) η φαρέτρα
      He took an arrow from the quiver and placed it in the bow.
    Έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα και το τοποθέτησε στο τόξο.
ενεστώτας quiver
γ΄ ενικό ενεστώτα quivers
αόριστος quivered
παθητική μετοχή quivered
ενεργητική μετοχή quivering

quiver (en) (αμετάβατο)

  • τρέμω, ριγώ, τρέμω ελαφρά· κάνω μια ελαφριά κίνηση
      He said with a voice that was quivering.
    Είπε με φωνή που έτρεμε.
      The leaves of the poplar quivered.
    Ρίγησαν τα φύλλα της λεύκας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη shiver