quiver (en)
- η τρεμούλα, το τρεμούλιασμα, το ρίγος· έντονη συγκίνηση που έχει επίδραση στο σώμα μου· ελαφριά κίνηση σε μέρος του σώματός μου
- ⮡ with a quiver in his voice - με μια τρεμούλα/με ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του
- ⮡ quivers of excitement - ρίγη ενθουσιασμού
- (οπλισμός) η φαρέτρα
- ⮡ He took an arrow from the quiver and placed it in the bow.
- Έβγαλε ένα βέλος από τη φαρέτρα και το τοποθέτησε στο τόξο.
quiver (en) (αμετάβατο)
- τρέμω, ριγώ, τρέμω ελαφρά· κάνω μια ελαφριά κίνηση
- ⮡ He said with a voice that was quivering.
- Είπε με φωνή που έτρεμε.
- ⮡ The leaves of the poplar quivered.
- Ρίγησαν τα φύλλα της λεύκας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shiver