ριγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ριγώ < αρχαία ελληνική ῥιγῶ
Ρήμα
επεξεργασίαριγώ
- με πιάνει ρίγος, τρεμουλιάζω, ανατριχιάζω από κρύο, φόβο κτλ.
Συγγενικά
επεξεργασία- αναρίγημα
- αναρίγισμα
- αναριγώ
- ρίγημα
- → δείτε τη λέξη ρίγος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ριγώ | ριγούσα | θα ριγώ | να ριγώ | ριγώντας | |
β' ενικ. | ριγείς | ριγούσες | θα ριγείς | να ριγείς | (ρίγει) | |
γ' ενικ. | ριγεί | ριγούσε | θα ριγεί | να ριγεί | ||
α' πληθ. | ριγούμε | ριγούσαμε | θα ριγούμε | να ριγούμε | ||
β' πληθ. | ριγείτε | ριγούσατε | θα ριγείτε | να ριγείτε | ριγείτε | |
γ' πληθ. | ριγούν(ε) | ριγούσαν(ε) | θα ριγούν(ε) | να ριγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρίγησα | θα ριγήσω | να ριγήσω | ριγήσει | ||
β' ενικ. | ρίγησες | θα ριγήσεις | να ριγήσεις | ρίγησε | ||
γ' ενικ. | ρίγησε | θα ριγήσει | να ριγήσει | |||
α' πληθ. | ριγήσαμε | θα ριγήσουμε | να ριγήσουμε | |||
β' πληθ. | ριγήσατε | θα ριγήσετε | να ριγήσετε | ριγήστε | ||
γ' πληθ. | ρίγησαν ριγήσαν(ε) |
θα ριγήσουν(ε) | να ριγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ριγήσει | είχα ριγήσει | θα έχω ριγήσει | να έχω ριγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ριγήσει | είχες ριγήσει | θα έχεις ριγήσει | να έχεις ριγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ριγήσει | είχε ριγήσει | θα έχει ριγήσει | να έχει ριγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ριγήσει | είχαμε ριγήσει | θα έχουμε ριγήσει | να έχουμε ριγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ριγήσει | είχατε ριγήσει | θα έχετε ριγήσει | να έχετε ριγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ριγήσει | είχαν ριγήσει | θα έχουν ριγήσει | να έχουν ριγήσει |
|