• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τρεμάμενος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρεμάμενος η τρεμάμενη το τρεμάμενο
      γενική του τρεμάμενου της τρεμάμενης του τρεμάμενου
    αιτιατική τον τρεμάμενο την τρεμάμενη το τρεμάμενο
     κλητική τρεμάμενε τρεμάμενη τρεμάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρεμάμενοι οι τρεμάμενες τα τρεμάμενα
      γενική των τρεμάμενων των τρεμάμενων των τρεμάμενων
    αιτιατική τους τρεμάμενους τις τρεμάμενες τα τρεμάμενα
     κλητική τρεμάμενοι τρεμάμενες τρεμάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επεξεργασία

τρεμάμενος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος τρέμω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τρεμάμενος
  • αγγλικά : shaky (en)
  • γαλλικά : tremblant (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τρεμάμενος&oldid=6726920"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Μαΐου 2024, στις 06:09

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Μαΐου 2024, στις 06:09.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας