Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρεμάμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τρεμάμεν
ος
η
τρεμάμεν
η
το
τρεμάμεν
ο
γενική
του
τρεμάμεν
ου
της
τρεμάμεν
ης
του
τρεμάμεν
ου
αιτιατική
τον
τρεμάμεν
ο
την
τρεμάμεν
η
το
τρεμάμεν
ο
κλητική
τρεμάμεν
ε
τρεμάμεν
η
τρεμάμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τρεμάμεν
οι
οι
τρεμάμεν
ες
τα
τρεμάμεν
α
γενική
των
τρεμάμεν
ων
των
τρεμάμεν
ων
των
τρεμάμεν
ων
αιτιατική
τους
τρεμάμεν
ους
τις
τρεμάμεν
ες
τα
τρεμάμεν
α
κλητική
τρεμάμεν
οι
τρεμάμεν
ες
τρεμάμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
τρεμάμενος
, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
τρέμω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρεμάμενος
αγγλικά
:
shaky
(en)
γαλλικά
:
tremblant
(fr)