tremblant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tremblant < trembler
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tremblant | tremblants |
θηλυκό | tremblante | tremblantes |
tremblant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tremblant | tremblants |
θηλυκό | tremblante | tremblantes |
tremblant (fr)